- κοπιάρω
- κοπιάρισα, κοπιαρίστηκα, κοπιαρισμένος1. αντιγράφω κείμενο, παίρνω με το μηχάνημα της κόπιας πανομοιότυπο αντίγραφο.2. μιμούμαι άλλον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.